- αἰθήεις
- αἰθήεις, εσσα, εν, (αἴθω)A = αἰθαλόεις 11.2, Nic.Al. 394.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιθήεις — αἰθήεις, εσσα, εν (Α) [αἴθω] σκουρόχρωμος, σταχτής, σταχτοκόκκινος … Dictionary of Greek
αἰθήεντος — αἰθήεις masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίθω — αἴθω (Α) 1. ανάβω, καίω (χρησιμοποιείται μόνο σε ενεστ. και παρατ.) 2. (αμτβ.) φλέγομαι, λάμπω 3. παθ. φλέγομαι, καίγομαι (στον Όμηρο μόνο στη μετοχή: «πυρὸς μένος αἰθομένοιο») 4. Στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα από την ύπαρξη κυρίου ονόματος… … Dictionary of Greek